Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στεάτωση — η, Ν [στεατῶ] ιατρ. (ανακριβώς) η λιπώδης εκφύλιση και η παθολογική παχυσαρκία … Dictionary of Greek
στεάτωση — η σχηματισμός λιπώματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)